ΟΜΟΡΦΗ ΧΩΡΑ
Όμορφη χώρα στη φωτιά θαμένη,
τα μύρια χρόνια σου πήραν την ψυχή.
Πόλεμοι, φονικά, η αύρα σου χαμένη,
κι εσύ παλεύεις να βρεις μια πιθαμή
για ν' ανασάνεις, απ' τον καπνό πνιγμένη.
Ναύτες, καράβια φεύγουν με την ώρα,
ζητούν τις λύσεις τους σ' άλλες εποχές.
Κρατάνε το κατάρτι ψηλά στην μπόρα,
κι εσύ ζηλεύεις τις άγριες τους στιγμές,
γιατί δικές τους τις κάνει η ανηφόρα.
Χιλιάδες κόσμος στις ακτές του πόνου,
ψάχνουνε ίσκιο στο κάμα της ντροπής.
Τα κύματα χτυπούν του άδικου χρόνου,
κι εσύ φοβάσαι στο βάθος μην πνιγείς
απ' τα πλοκάμια του πεινασμένου νόμου.
Αντέχουν στη σκουριά οι αλυσίδες,
μα δεν αντέχει ο τρόμος τη σιωπή.
Σου ρίξανε τα δίχτυα σαν παγίδες,
κι εσύ σωπαίνεις χωρίς επιλογή,
και περιμένεις σ' έρημες νησίδες.
Τα φώτα σβήσαν, στη σιώπη χορεύεις
για να στεγνώσει το αίμα στην πληγή.
Τα ρούχα σου παλιά, κι εσύ γυρεύεις,
κι εσύ γυρεύεις ν' ακούσεις την αυγή
όλα για όσα συνεχώς χαροπαλεύεις. -