Λύρα
Το δοξάρι ακούμπησε της χορδής την άκρη.
Τη γαργάλησε και παράλυσε η ψυχή μου
από την έκσταση της αγαλλίασης.
Η χορδή παλλόταν, και αναρωτιόταν
όλη η πλάση γύρω για το άγιο μύρο
που σκόρπαγε το άρωμά του
μέσα από το μαγευτικό άκουσμα
της εξαίσιας μελωδίας.
Μια μυρωδιά γαρδένιας απλώθηκε παντού,
τα πέταλα μπερδεύονταν επάνω στη χορδή,
και πρόσφεραν στις νότες ευωδιαστή μορφή.
Ένας κήπος μουσικός, ολάνθιστος, χρωματιστός
ξεπρόβαλε μες απ' τη λύρα, τα συναισθήματα πλημμύρα.
Μα ένα γεράκι άγριο με τα γαμψά του νύχια
τραβάει την άκρη της χορδής και σπάει όλη τη γλύκα.
Το άρωμα εχάθηκε, μαράθηκε η γαρδένια,
της μελωδίας η μορφή έσβησε η βελουδένια.
Στον κήπο μένει φτωχικό κι απλό απομεινάρι
μοναχικό και έρημο το ταπεινό δοξάρι. -